Old Man and the Sea The
|
00:01:17 |
Ήταν ένας γέρος που ψάρευε μόνος |
00:01:21 |
... έλειπε ήδη 84 μέρες |
00:01:27 |
Τις πρώτες 40 ημέρες, |
00:01:30 |
Αλλά μετά από 40 ημέρες χωρίς ψάρι |
00:01:33 |
... πως ο γέρος ήταν πια |
00:01:37 |
... που είναι η χειρότερη μορφή ατυχίας... |
00:01:39 |
... και έτσι είχαν διατάξει το αγόρι να πάει |
00:01:42 |
... που έπιασε τρία μεγάλα ψάρια |
00:01:46 |
Ο γέρος είχε μάθει το αγόρι να ψαρεύει, |
00:02:00 |
Ο γέρος ήταν γκριζομάλης και ρυτιδιασμένος, |
00:02:04 |
... και τα χέρια του είχαν τις βαθιές ουλές |
00:02:09 |
'Ομως καμία από αυτές δεν ήταν φρέσκια |
00:02:12 |
Ήταν τόσο παλιές όσο και η διάβρωση |
00:02:16 |
Τα πάντα πάνω του ήταν γερασμένα, |
00:02:20 |
Και είχαν το ίδιο χρώμα με τη θάλασσα, |
00:02:37 |
Το αγόρι λυπόταν να βλέπει το γέρο |
00:02:41 |
Πάντα κατέβαινε να τον βοηθήσει να κουβαλήσουν |
00:02:45 |
... και το πανί που ηταν τυλιγμένο |
00:02:48 |
Το πανί ήταν μπαλωμένο με τσουβάλια, και τυλιγμένο... |
00:02:52 |
...έμοιαζε με την σημαία |
00:03:32 |
Κανείς δεν θα έκλεβε κάτι |
00:03:34 |
... όμως είναι καλύτερα να παίρνεις |
00:03:37 |
... μιας και η υγρασία τους κάνει κακό. |
00:03:39 |
Παρόλο που ήταν σίγουρος πως κανείς |
00:03:42 |
... ο γέρος πίστευε πως |
00:03:44 |
... είναι ένας περιττός πειρασμός όταν |
00:03:48 |
Οι επιτυχημένοι ψαράδες είχαν ήδη επιστρέψει |
00:03:52 |
... τα είχαν μεταφέρει πάνω σε χοντρές σανίδες |
00:03:56 |
... όπου περίμεναν το φορτηγό να τα μεταφέρει |
00:04:10 |
"Να σου προσφέρω μια μπύρα στην ταράτσα;" |
00:04:13 |
"Γιατί όχι?" είπε ο γέρος. |
00:04:21 |
Δύο μπύρες, Μαρτίν. Παρακαλώ. |
00:04:28 |
Κάθησαν στην ταράτσα και αρκετοί |
00:04:32 |
Μα εκείνος δεν θύμωνε. |
00:04:35 |
Δεν θυμόταν πότε κατάφερε |
00:04:38 |
... αλλά ήξερε ότι την είχε αποκτήσει... |
00:04:40 |
... όπως ήξερε πως αυτό δεν ήταν κάτι επαίσχυντο |
00:04:45 |
Κάποιοι από τους παλιότερους ψαράδες |
00:04:49 |
... όμως δεν το έδειξαν. |
00:04:53 |
... και τα βάθη όπου είχαν |
00:04:55 |
... και τον σταθερό, καλό καιρό |
00:04:59 |
- Σαντιάγο. |
00:05:02 |
Μπορώ να πάω να φέρω τις σαρδέλες |
00:05:05 |
Ω, όχι. Όχι. |
00:05:06 |
Εσύ παίξε. Μπορώ ακόμη να τραβώ κουπί, |
00:05:11 |
Ξέρω που μπορώ να σου βρω φρέσκα δολώματα. |
00:05:15 |
Έχω ακόμη τα δικά μου τα σημερινά. |
00:05:18 |
'Ασε με να σου φέρω φρέσκα. |
00:05:21 |
- Ένα. |
00:05:25 |
Δύο. |
00:05:28 |
- Δεν πιστεύω να τα έκλεψες, έτσι? |
00:05:33 |
Σ' ευχαριστώ. |
00:05:36 |
Αφού δεν μπορώ να ψαρεύω μαζί σου, |
00:05:40 |
Με κέρασες μια μπύρα. |
00:05:41 |
Είσαι ήδη άντρας. |
00:06:14 |
Ανηφόρισαν στο δρόμο μαζί. |
00:06:17 |
Ο γέρος στερέωσε το κατάρτι |
00:06:21 |
Στην καλύβα του γέρου, |
00:06:24 |
... και ένας χώρος που μπορούσες |
00:06:27 |
Στους καφέ τοίχους, ήταν μια εικόνα |
00:06:31 |
... και μια άλλη της "Παρθένου της Cobre". |
00:06:34 |
Αυτά ήταν όσα είχαν απομέινει |
00:06:37 |
Κάποτε υπήρχε και μια έγχρωμη φωτογραφία |
00:06:41 |
Αλλά την είχε κατεβάσει γιατί |
00:06:44 |
Ήταν στο ράφι στη γωνία, |
00:06:55 |
Αύριο είναι η 85η ημέρα. |
00:06:58 |
Το 85 είναι τυχερό νούμερο. |
00:07:01 |
Πως θα σου φαινόταν αν έπιανα ένα |
00:07:06 |
Είσαι αρκετά δυνατός τώρα πια |
00:07:09 |
Έτσι νομίζω. |
00:07:11 |
Και υπάρχουν και αρκετά κόλπα. |
00:07:14 |
Σαντιάγο, θα μπορούσα να ξανάρθω μαζί σου. |
00:07:18 |
Μαζέψαμε αρκετά χρήματα. |
00:07:20 |
Όχι, όχι. Είσαι σε μια τυχερή βάρκα. |
00:07:25 |
Θυμάσαι πόσο καιρό είχαμε μείνει |
00:07:29 |
Μετά πιάναμε μεγάλα ψάρια |
00:07:33 |
Το θυμάμαι. |
00:07:35 |
Το ξέρω πως δεν με άφησες |
00:07:39 |
Ο πατέρας μου με ανάγκασε να φύγω. |
00:07:43 |
Βέβαια, βέβαια. |
00:07:46 |
Δεν έχει μεγάλη πίστη. |
00:07:49 |
- Εμείς όμως έχουμε, έτσι δεν είναι? |
00:07:52 |
Αν ήσουν παιδί μου, |
00:07:56 |
Όμως είσαι του πατέρα σου και της μητέρας σου, |
00:08:02 |
Τι έχεις για φαγητό? |
00:08:04 |
Έχω μια κούπα ρύζι και λίγο ψάρι. |
00:08:08 |
Όχι. Θα φάω σπίτι. |
00:08:09 |
- Μπορώ να πάρω το αφρόδιχτο; |
00:08:14 |
Έχω και την χθεσινή εφημερίδα. |
00:08:16 |
Θα διαβάσω για το μπέηζμπωλ. |
00:08:19 |
Δεν υπήρχε αφρόδιχτο. Το αγόρι θυμήθηκε |
00:08:23 |
Όμως έπαιζαν αυτή την φανταστική |
00:08:25 |
Δεν υπήρχε κούπα με ρύζι και ψάρι, |
00:08:30 |
Δεν ήξερε αν η χθεσινή εφημερίδα ήταν |
00:08:34 |
Ο γέρος την έβγαλε κάτω |
00:08:36 |
Προσπάθησε να κρατηθείς ζεστός, γέρο. |
00:08:38 |
Κάθησε στον ήλιο. |
00:08:43 |
Ο μήνας των μεγάλων ψαριών. |
00:08:48 |
Οποιοσδήποτε μπορεί να είναι ψαράς το Μάιο. |
00:08:50 |
Θα επιστρέψω όταν πάρω τις σαρδέλες. |
00:08:53 |
Τότε θα μου πεις για το μπέηζμπωλ. |
00:09:27 |
- Έι, Μανολίν, έλα. |
00:09:30 |
'Ει, ναι. Έλα. |
00:09:48 |
- Μανολίν. |
00:09:53 |
Δεν τρως στο σπίτι σου πιά; |
00:10:01 |
- Πόσα μπορείς να χαλάσεις; |
00:10:12 |
Τίποτα ακόμη, ε? |
00:10:15 |
Ξέρεις, ίσως τελικά να μην είναι θέμα τύχης. |
00:10:18 |
Δεν είναι πολύ γέρος. Θα δεις. |
00:10:20 |
- Είπα ίσως |
00:10:24 |
Εντάξει. |
00:10:26 |
Ελπίζω μόνο όταν είμαι γέρος |
00:10:33 |
Όταν το αγόρι επέστρεψε, |
00:10:36 |
... και ο ήλιος έδυε. |
00:10:38 |
Οι ώμοι του ήταν ακόμη δυνατοί, |
00:10:42 |
Ο λαιμός του επίσης πολύ δυνατός. |
00:10:44 |
Οι ζάρες δεν φαίνονταν τόσο |
00:10:49 |
Το κεφάλι του ήταν πολύ γερασμένο, πάντως. |
00:10:52 |
Και με τα μάτια του κλειστά, |
00:10:56 |
Ξύπνα, γέρο. |
00:11:03 |
Ο γέρος άνοιξε τα μάτια, |
00:11:06 |
... έδειχνε σαν να επιστρέφει |
00:11:13 |
Έπειτα χαμογέλασε. |
00:11:15 |
Τι έχεις εκεί? |
00:11:17 |
- Θα φας βραδυνό. |
00:11:21 |
Έλα να φας. |
00:11:25 |
Έχω φάει. |
00:11:26 |
Δεν θα ψαρεύεις χωρίς να τρως |
00:11:30 |
Λοιπόν, τότε ζήσε πολλά χρόνια |
00:11:35 |
Ποιός..? Ποιός στο έδωσε αυτό? |
00:11:38 |
Ο Μαρτίν. Στην ταράτσα. |
00:11:43 |
Τότε... |
00:11:45 |
...πρέπει να φροντίσω να τον ευχαριστήσω. |
00:11:47 |
Τον ευχαρίστησα ήδη. |
00:11:58 |
Είχαν φάει δίχως φως στο τραπέζι, |
00:12:02 |
Ο γέρος μιλούσε στο αγόρι |
00:12:05 |
Για τον μεγάλο Ντιμάτζιο |
00:12:08 |
... και για τους άλλους μεγάλους παίκτες στην ομάδα. |
00:12:12 |
Πες μου για τον μεγάλο Τζων Τζει ΜακΓκρώ. |
00:12:16 |
Ερχόταν στην ταράτσα καμιά φορά... |
00:12:19 |
...τον παλιό καιρό. |
00:12:21 |
Το μυαλό του ήταν στα άλογα, νομίζω, |
00:12:25 |
Τουλάχιστον συνήθιζε να κουβαλάει λίστες |
00:12:31 |
Και συχνά, ανέφερε |
00:12:37 |
Ήταν σπουδαίος προπονητής. |
00:12:41 |
Επειδή ερχόταν εδώ τις περισσότερες φορές. |
00:12:43 |
Αν ο Ντυροσέ εξακολουθούσε να έρχεται... |
00:12:46 |
...ο πατέρας σου θα θεωρούσε εκείνον |
00:12:50 |
Ποιός ήταν ο καλύτερος προπονητής, αλήθεια? |
00:12:53 |
Νομίζω πως είναι όλοι ίσοι. |
00:12:59 |
Καμιά φορά θα ήθελα να πάω |
00:13:02 |
Λένε πως ο πατέρας του ήταν ψαράς. |
00:13:05 |
Ίσως να ήταν φτωχός σαν εμάς, |
00:13:11 |
Θα έπρεπε να πας στο κρεβάτι σου |
00:13:15 |
Θα πάω αυτά πίσω στην ταράτσα. |
00:13:26 |
- Καληνύχτα. Τα λέμε το πρωί. |
00:13:30 |
Η ηλικία μου είναι το ξυπνητήρι μου. |
00:13:32 |
- Καλόν ύπνο, γέρο. |
00:13:35 |
Καληνύχτα. |
00:13:38 |
Το αγόρι έφυγε και ο γέρος σκεφτόταν, |
00:13:43 |
"Μήπως για να είναι πιο μεγάλη η μέρα τους;" |
00:13:53 |
Ύστερα ο γέρος τύλιξε το παντελόνι του |
00:13:56 |
... βάζοντας μέσα την εφημερίδα του. |
00:13:59 |
Τυλίχτηκε με την κουβέρτα |
00:14:02 |
... που κάλυπταν τα ελατήρια του κρεβατιού. |
00:14:09 |
Αποκοιμήθηκε σύντομα... |
00:14:12 |
... και ονειρεύτηκε την Αφρική, |
00:14:30 |
Ονειρεύτηκε τις χρυσές και τις λευκές αμμουδιές, |
00:14:35 |
Και τα ψηλά ακρωτήρια |
00:14:38 |
Ζούσε κατα μήκος αυτής της ακτής πια |
00:14:42 |
... άκουγε το βουητό από το κύμα, και |
00:14:56 |
Μύριζε την πίσσα και το στουπί |
00:15:00 |
... και το άρωμα της Αφρικής που το |
00:15:06 |
Συνήθως όταν μύριζε το |
00:15:09 |
... και ντυνόταν για να πάει να |
00:15:11 |
Όμως απόψε η μυρωδιά από το αεράκι |
00:15:15 |
... κατάλαβε πως ήταν πολύ νωρίς ακόμη, |
00:15:18 |
Να βλέπει τις λευκές κορυφές του νησιού |
00:15:22 |
... και ονειρεύτηκε τα διάφορα λιμάνια |
00:15:28 |
Δεν ονειρευόταν πια |
00:15:31 |
... ούτε σπουδαία περιστατικά |
00:15:34 |
... ούτε καυγάδες, ούτε διαγωνισμούς |
00:15:39 |
Μονάχα μέρη ονειρευόταν πιά... |
00:15:41 |
... και τα λιοντάρια στην ακτή. |
00:15:44 |
Έπαιζαν σαν γατάκια, και τα αγαπούσε |
00:15:51 |
Ποτέ δεν είχε ονειρευτεί το αγόρι. |
00:16:11 |
Την αυγή, ο γέρος απλά ξύπνησε... |
00:16:14 |
... κοίταξε έξω κατα το φεγγάρι που χανόταν, |
00:16:28 |
Έπειτα κατηφόρισε να ξυπνήσει το αγόρι. |
00:16:31 |
... όμως ήξερε πως θα έτρεμε ώσπου να ζεσταθεί |
00:16:47 |
Η πόρτα στο σπίτι του αγοριού |
00:16:49 |
... την άνοιξε και μπήκε αθόρυβα |
00:16:55 |
Το αγόρι κοιμόταν σε μια γωνιά του δωματίου |
00:17:01 |
Έπιασε το ένα του πόδι απαλά |
00:17:04 |
... και γύρισε και τον κοίταξε. |
00:17:31 |
Το αγόρι ήταν νυσταγμένο, |
00:17:35 |
"Έτσι κάνουν οι άντρες," |
00:17:41 |
Κατηφόρισαν το δρόμο και τον διέσχισαν, |
00:17:44 |
... ξυπόλητοι άντρες κινούνταν, |
00:18:35 |
Πώς κοιμήθηκες? |
00:18:38 |
Πολύ καλά, Μανολίν. Αισθάνομαι σίγουρος σήμερα. |
00:18:41 |
Και εγώ το ίδιο. |
00:18:43 |
Θα φέρω τις σαρδέλες. Έρχομαι αμέσως. |
00:18:47 |
Πιες άλλον ένα. Εδώ μας κάνουν πίστωση. |
00:19:02 |
Ο γέρος ήπιε αργά τον καφέ του. |
00:19:05 |
Είναι το μόνο που θα έβαζε στο στόμα του όλη μέρα, |
00:19:09 |
Για καιρό τώρα βαριόταν να φάει, |
00:19:14 |
Είχε ένα μπουκάλι νερό |
00:19:17 |
... και δεν χρειαζόταν κάτι |
00:20:04 |
Καλή τύχη, γέρο. |
00:20:10 |
Καλή τύχη. |
00:20:26 |
Κι' άλλες βάρκες ξανοίγονταν στη θάλασσα... |
00:20:29 |
... και ο γέρος άκουγε |
00:21:28 |
Μέσα στο σκοτάδι, ο γέρος ένοιωθε |
00:21:31 |
Όπως τραβούσε κουπί, άκουσε τον τρεμουλιαστό |
00:21:35 |
... και το σφύριγμα που κάνουν τα σκληρά |
00:21:40 |
Εκτιμούσε πολύ τα χελιδονόψαρα, μιας |
00:22:02 |
Λυπόταν τα πουλιά, κυρίως τα μικρά, |
00:22:06 |
... που συνεχώς πετούσαν και έψαχναν |
00:22:23 |
Σκεφτόταν, "Τα πουλιά ζούν δυσκολότερη |
00:22:26 |
... εκτός από τα αρπακτικά |
00:22:31 |
Γιατί φτιάχνουν τα πουλιά τόσο λεπτοκαμωμένα |
00:22:35 |
Είναι καλός και όμορφος, |
00:22:55 |
Ο ήλιος ανέτειλε μέσα από τη θάλασσα, |
00:22:59 |
...προς την πλευρά της ακτής, |
00:23:05 |
Πάντα αποκαλούσε την θάλασσα "la mar"... |
00:23:07 |
... όπως την αποκαλούν στα ισπανικά |
00:23:11 |
Καμια φορά αυτοί που την αγαπούν |
00:23:14 |
... αλλά με τον ίδιο τρόπο σαν αυτή |
00:23:18 |
Κάποιοι από τους νεώτερους ψαράδες μιλούν γι' αυτήν |
00:23:24 |
... όμως ο γέρος πάντα την |
00:23:27 |
... και σαν κάτι που σου χάριζε |
00:23:38 |
"Το φεγγάρι την επηρρεάζει όπως και τη γυναίκα" |
00:23:52 |
Πρωτού ξημερώσει , έριξε τα αγκίστρια του |
00:23:57 |
Το ένα ήταν σε βάθος 40 οργιές, |
00:24:00 |
... και το τρίτο και το τέταρτο βαθύτερα |
00:24:12 |
Αργότερα ο ήλιος ήταν πιο φωτεινός και |
00:24:16 |
... το φως του έκανε τα μάτια |
00:24:20 |
... συνέχιζε χωρίς να το κοιτάζει. |
00:24:23 |
Κοιτούσε κάτω τις πετονιές |
00:24:28 |
Κάθε δόλωμα κρεμασμένο προς τα κάτω |
00:24:31 |
... σφιχτά πιασμένο. |
00:24:34 |
Ολόκληρο το υπόλοιπο αγκίστρι... |
00:24:36 |
... το κυρτό μέρος και η αιχμή, |
00:24:39 |
... κάθε σαρδέλα αγκιστρωμένη κι' από |
00:24:44 |
Δεν υπήρχε μέρος του αγκιστριού |
00:24:47 |
... αυτό δεν μύριζε όμορφα |
00:24:50 |
"Τα κρατώ με ακρίβεια," σκέφτηκε. |
00:24:53 |
"Μόνο, που δεν έχω πια τύχη". |
00:24:55 |
Όμως ποιός ξέρει? Ίσως σήμερα. |
00:24:58 |
Κάθε μέρα είναι μιά καινούργια μέρα. |
00:25:02 |
Είναι καλύτερα να είσαι τυχερός, |
00:25:05 |
Έτσι όταν έρθει η τύχη, είσαι έτοιμος. " |
00:25:13 |
Ο ήλιος ήταν τώρα δυο ώρες ψηλότερα... |
00:25:15 |
... και τα μάτια του δεν πονούσαν |
00:25:20 |
Τότε είδε ένα μεγάλο θαλασσοπούλι. |
00:25:26 |
Έκανε μια γρήγορη βουτιά, γέρνοντας τα φτερά του, |
00:25:33 |
Δεν ψάχνει απλά. |
00:26:10 |
Θα γίνεις ένα υπέροχο δόλωμα. |
00:26:18 |
Δεν θυμόταν πότε πρωτοάρχισε |
00:26:23 |
Τον παλιό καιρό, τραγουδούσε |
00:26:26 |
...όταν είχε βάρδια στο τιμόνι. |
00:26:29 |
Μάλλον άρχισε να μιλά δυνατά, |
00:26:33 |
... μα δεν θυμόταν. |
00:26:35 |
Το θεωρούσαν αρετή να μην μιλάς άσκοπα |
00:26:39 |
... και ο γέρος πάντα το είχε στο μυαλό του |
00:26:43 |
Όμως τώρα σκεφτόταν φωναχτά |
00:26:45 |
... μιάς και δεν υπήρχε κανείς που θα τον |
00:26:48 |
"Αν με άκουγαν οι άλλοι," σκέφτηκε, |
00:26:51 |
Όμως αφού δεν είμαι τρελλός, δεν με νοιάζει. |
00:26:54 |
Και οι πλούσιοι έχουν ασυρμάτους για να |
00:27:04 |
Ναι, Ναι. |
00:27:16 |
Τότε ένοιωσε κάτι σκληρό |
00:27:20 |
Ήταν το βάρος του ψαριού... |
00:27:22 |
... και άφησε την πετονιά να γλυστρήσει |
00:27:25 |
... εξαντλώντας την πρώτη |
00:27:28 |
Τόσο μακρυά από την ακτή, θα πρέπει να είναι τεράστιο |
00:27:35 |
Φα' τα, ψάρι. Φα' τα. |
00:27:37 |
Σε παρακαλώ φα' τα. |
00:27:40 |
Πόσο φρέσκα είναι... |
00:27:42 |
...κι' εσύ τόσο βαθιά μέσα στο παγωμένο |
00:27:48 |
Έλα λοιπόν, τώρα. |
00:27:50 |
Κάνε άλλο έναν γύρο. |
00:27:52 |
Μετά φα' τα. Μύρισε τις σαρδέλες. |
00:27:55 |
Μετά είναι και ο τόνος... |
00:27:57 |
...κρύος, σκληρός, υπέροχος. |
00:28:02 |
Έλα, ψάρι. Φα' τα. |
00:28:04 |
Μη ντρέπεσαι. |
00:28:09 |
Θα το αρπάξει. |
00:28:11 |
Θεέ μου βοήθα το να το αρπάξει. |
00:28:17 |
Δεν μπορεί να έφυγε. |
00:28:19 |
Ο Θεός ξέρει πως δεν μπορεί να έφυγε. |
00:28:25 |
Ίσως να έχει αγκιστρωθεί παλιότερα, |
00:28:32 |
Απλά στριφογύριζε. Θα το αρπάξει. |
00:28:34 |
Τι ψάρι! |
00:28:37 |
Τώρα το έχει από την μια στο στόμα του... |
00:28:40 |
...και απομακρύνεται με αυτό. |
00:28:43 |
Καθώς βυθιζόταν, γλυστρώντας ελαφρά μέσα από |
00:28:47 |
... αυτός μπορούσε ακόμη να |
00:28:50 |
... αν και η πίεση που ασκούσε με τα δάχτυλά του |
00:28:57 |
Το άρπαξε. |
00:29:00 |
Τώρα ας το φάει. |
00:29:02 |
Φα' το για τα καλά, τώρα, ψάρι. |
00:29:05 |
Εμπρός, φα' το. |
00:29:07 |
Φά' το ώσπου το αγκίστρι να |
00:29:12 |
...έπειτα έλα επάνω όμορφα |
00:29:23 |
Τώρα, είσαι έτοιμο? |
00:29:26 |
Μήπως περίμενες αρκετά? |
00:29:40 |
Τώρα το ψάρι είχε τσιμπήσει, και ο γέρος |
00:29:45 |
Τώρα θα έπρεπε να τρέξει με την πετονιά |
00:29:50 |
... μα τίποτε σπό αυτά δεν συνέβη. |
00:29:52 |
Το ψάρι απλά απομακρύνθηκε αργά... |
00:29:54 |
... και ο γέρος δεν μπορούσε να το |
00:29:58 |
Η πετονιά του ήταν γερή |
00:30:01 |
... και την κρατούσε μέχρι να τεντωθεί τόσο |
00:30:07 |
Τότε η βάρκα άρχισε να κινείται ... |
00:30:09 |
... αργά προς τα βορειοδυτικά. |
00:30:12 |
Ο γέρος έγειρε πίσω στην κουπαστή. |
00:30:16 |
Το ψάρι προχωρούσε σταθερά, και |
00:30:20 |
Τα υπόλοιπα δολώματα ήταν ακόμη στο νερό, |
00:30:37 |
Αυτό θα το σκοτώσει. |
00:30:39 |
Δεν μπορεί να το συνεχίσει αυτό για πάντα. |
00:30:55 |
Όμως τέσσερις ώρες αργότερα, το ψάρι |
00:30:59 |
... τραβώντας την βάρκα, και ο γέρος |
00:31:04 |
"Για να τραβάει έτσι πρέπει να είναι τεράστιο!" σκέφτηκε. |
00:31:08 |
"Πρέπει να έχει στο στόμα του σφιχτά |
00:31:11 |
Μακάρι να το έβλεπα μια φορά |
00:31:15 |
Δεν φαινόταν πουθενά ξηρά τώρα. |
00:31:20 |
"Μπορεί να με οδηγήσει πίσω |
00:31:24 |
Ήταν μεσημέρι όταν αγκιστρώθηκε, |
00:31:36 |
Μακάρι να ήταν εδώ το αγόρι. |
00:31:49 |
Με σέρνει ένα ψάρι, |
00:31:54 |
"Τι θα κάνω αν αποφασίσει να βουτήξει |
00:31:58 |
Τι θα κάνω αν καταδυθεί, δεν ξέρω. |
00:32:00 |
Κάτι θα κάνω. |
00:32:06 |
Θα μπορούσα να τραβήξω γρήγορα την πετονιά, " , |
00:32:11 |
Πρέπει να το κρατάω όσο γίνεται και να |
00:32:17 |
Δόξα τω Θεω ταξιδεύει |
00:32:24 |
Έπιασε κρύο όταν έδυσε ο ήλιος... |
00:32:27 |
... και ο ιδρώτας του γέρου στέγνωσε |
00:32:33 |
"Δεν ήρθε επάνω όταν έδυσε ο ήλιος," |
00:32:36 |
"Ίσως να ανέβει με το φεγγάρι. |
00:32:38 |
Αν όχι, ίσως να ανέβει |
00:32:42 |
Μακάρι να μπορούσα να το δω. |
00:32:43 |
Μακάρι να μπορούσα να το δω έστω μια φορά |
00:32:48 |
Δυο φώκαινες πλησίασαν τη βάρκα, |
00:32:52 |
Μπορούσε να διακρίνει ανάμεσα |
00:32:55 |
... και το σαν αναστεναγμό φύσημα |
00:32:57 |
"Είναι καλά ζώα," σκέφτηκε. |
00:32:59 |
"Παίζουν και αστειεύονται |
00:33:02 |
Είναι αδέρφια μας, σαν τα χελιδονόψαρα" |
00:33:07 |
Τότε άρχισε να λυπάται το υπέροχο |
00:33:10 |
"Είναι θαυμάσιο και περίεργο," σκέφτηκε. |
00:33:13 |
"Ποιός ξέρει τι ηλικία να έχει. " |
00:33:17 |
Ποτέ άλλοτε δεν έχω συναντήσει |
00:33:21 |
...ή κάποιο που να φέρεται τόσο περίεργα. |
00:33:24 |
'Ισως να είναι πολύ έξυπνο για να πηδήξει. |
00:33:28 |
Θα με κατέστρεφε με ένα πήδημα. |
00:33:32 |
Η μια γρήγορη κίνηση. |
00:33:36 |
Ίσως και να έχει αγκιστρωθεί πολλές |
00:33:39 |
...και να γνωρίζει πως έτσι |
00:33:47 |
Πήρε το δόλωμα σαν αρσενικό. |
00:33:50 |
Κινείται σαν αρσενικό. |
00:33:54 |
Δεν διακρίνεται πανικός στην μάχη που δίνει. |
00:34:00 |
Αναρρωτιέμαι αν έχει κάποιο σχέδιο |
00:34:08 |
Μακάρι να ήταν εδώ το αγόρι. |
00:34:19 |
Το ψάρι δεν άλλαξε την πορεία του |
00:34:23 |
... απ' όσο μπορούσε να καταλάβει ο γέρος |
00:34:27 |
Αισθανόταν τη δύναμη του μεγάλου ψαριού |
00:34:32 |
... και σκέφτηκε, |
00:34:35 |
... χρειάστηκε να πάρει μια απόφαση... |
00:34:38 |
... αυτή ήταν να παραμείνει στα βαθιά... |
00:34:41 |
... μακρυά από όλες τις παγίδες και τα τεχνάσματα. |
00:34:44 |
Η επιλογή μου ήταν να πάω εγώ εκεί |
00:34:48 |
Εγώ από όλους τους ανθρώπους |
00:34:51 |
Τώρα είμαστε ενωμένοι |
00:34:55 |
Χωρίς κανέναν να μπορεί να μας βοηθήσει. " |
00:35:54 |
"Έχω χάσει 200 οργιές καλής πετονιάς |
00:35:59 |
"Αυτά μπορούν να αντικατασταθούν. |
00:36:01 |
'Ομως ποιός αντικαθιστά το ψάρι |
00:36:07 |
Δεν ξέρω τι ψάρι ήταν αυτό που |
00:36:11 |
Μπορεί να ήταν ξιφίας ή |
00:36:16 |
Χρειάστηκε να το ξεφορτωθώ |
00:36:37 |
"Αναρρωτιέμαι για ποιο λόγο |
00:36:41 |
"Το σύρμα πρέπει να γλύστρησε |
00:36:44 |
Σίγουρα, η δική του ράχη δεν πονάει |
00:36:48 |
... και δεν μπορεί να σέρνει αυτή τη βάρκα |
00:36:51 |
... όσο δυνατό και αν είναι. " |
00:37:05 |
"Σε παρακαλώ, Θεέ μου, κάν' το να πηδήξει. |
00:37:09 |
Ίσως αν τραβούσα λίγο την πετονιά, |
00:37:14 |
Ας πηδήξει για να γεμίσει τους σάκους |
00:37:18 |
... και έτσι δεν θα μπορεί πια |
00:37:23 |
Ψάρι, σ' αγαπώ |
00:37:27 |
...μα θα σε σκοτώσω |
00:37:34 |
Ένα μικρό πουλί ήρθε προς τη βάρκα |
00:37:38 |
Ήταν ένα κουφαηδόνι |
00:37:42 |
Και ο γέρος μπορούσε να δει |
00:37:49 |
Έιι... |
00:37:51 |
...τι ηλικία έχεις? |
00:37:54 |
Είναι το πρώτο σου ταξίδι? |
00:37:57 |
Γιατί είσαι τόσο κουρασμένο? |
00:38:01 |
Που καταλήγουν τελικά τα πουλιά? |
00:38:04 |
"Στα γεράκια," σκέφτηκε, |
00:38:07 |
Μα δεν είπε τίποτε από αυτά στο πουλί, |
00:38:11 |
... άλλωστε θα μάθαινε για τα γεράκια |
00:38:14 |
Όλα εντάξει, πουλάκι. |
00:38:16 |
Ξεκουράσου μια στιγμή. |
00:38:19 |
Όμως μετά θα πρέπει να συνεχίσεις και |
00:38:23 |
...και κάθε ψάρι και κάθε πουλί |
00:38:29 |
Μακάρι να μπορούσα να σηκώσω πανί και |
00:38:34 |
...όμως είμαι εδώ με έναν φίλο. |
00:38:52 |
Κάτι το πόνεσε. |
00:38:58 |
Το νοιώθεις τώρα, ψάρι. |
00:39:03 |
Και, μα το Θεό, το νοιώθω και εγώ. |
00:39:20 |
"Μα πως το άφησα να με κόψει με ένα μονάχα |
00:39:25 |
"πρέπει να έγω γίνει πολύ ανόητος. |
00:39:27 |
Καλύτερα να προσέχω περισσότερο τι κάνω. |
00:39:30 |
Κι' έπειτα πρέπει να φάω την παλαμίδα |
00:39:37 |
Μακάρι το αγόρι να ήταν εδώ να |
00:39:44 |
Δεν νομίζω πως μπορώ να την φάω ολόκληρη. " |
00:40:08 |
Μα τι χέρι είναι αυτό? |
00:40:20 |
Έλα λοιπόν. Μούδιασε αν το θέλεις. |
00:40:22 |
Γίνε σαν δαγκάνα. |
00:40:36 |
Πρέπει να φάω την παλαμίδα... |
00:40:39 |
...για να μην χάσω την δύναμή μου. |
00:40:43 |
Μην κατηγορείς το χέρι. |
00:40:47 |
Και είσαι πολύ καιρό |
00:41:23 |
Πως νοιώθεις, χέρι? |
00:41:25 |
Ή μήπως είναι νωρίς ακόμη για να ξέρεις? |
00:41:31 |
Ίσως ανοίξει με τον ήλιο. |
00:41:35 |
Πρέπει να το ανοίξω, θα το ανοίξω. |
00:41:38 |
Με οποιοδήποτε κόστος. |
00:41:42 |
"Θεέ μου βοήθα με να διώξω την κράμπα," |
00:41:45 |
"Γιατί δεν ξέρω τι θα κάνει το ψάρι. |
00:41:48 |
Μα δείχνει ήρεμο και ακολουθεί το σχέδιό του, |
00:41:52 |
Ποιό είναι το δικό μου? |
00:41:55 |
Είναι να αυτοσχεδιάζω πάνω στο δικό του |
00:42:01 |
Αν πηδήξει, " σκέφτηκε, |
00:42:11 |
Χέρι. Έλα λοιπόν, χέρι. |
00:42:36 |
Είναι μεγαλύτερο από τη βάρκα. |
00:42:43 |
Ώ, είναι υπέροχο ψάρι. |
00:42:56 |
Δόξα τω Θεώ δεν είναι τόσο έξυπνα |
00:43:00 |
Παρότι είναι πιο ευγενικά... |
00:43:02 |
...και πιο ικανά. |
00:43:33 |
Αναρρωτιέμαι γιατί πήδηξε. |
00:43:37 |
Είναι σχεδόν σαν να το έκανε για |
00:43:49 |
’σχημα τα νέα για σένα, ψάρι. |
00:44:04 |
Η μέρα κυλούσε, και |
00:44:09 |
Ο γέρος υπέφερε... |
00:44:11 |
... παρότι δεν ήθελε καθόλου |
00:44:18 |
Δεν είμαι θρήσκος... |
00:44:20 |
...μα θα πω 10 "Πάτερ ημών" και |
00:44:27 |
Θα κάνω και προσκύνημα στην |
00:44:31 |
Το υπόσχομαι. |
00:44:33 |
"Πάτερ ημών, Ο εν τοις ουρανοίς, |
00:44:38 |
’ρχισε να λέει τις προσευχές του |
00:44:41 |
Κάποιες φορές ήταν τόσο κουρασμένος |
00:44:45 |
Έπειτα τις έλεγε τόσο γρήγορα, |
00:44:48 |
Τα "Παναγία μου" ήταν ευκολότερα |
00:44:53 |
Ο γέρος ήταν κουρασμένος, και ήξερε |
00:44:57 |
... και έτσι δοκίμασε να σκέφτεται άλλα πράγματα. |
00:45:00 |
Σκεφτόταν τα μεγάλα πρωταθλήματα. |
00:45:02 |
Αυτός τα αποκαλούσε, τα "gran ligas". |
00:45:04 |
Και ήξερε πως οι Γιάνκις της Νέας Υόρκης |
00:45:09 |
"Πάνε δύο ημέρες τώρα που δεν έχω |
00:45:16 |
Μετά, για να τονώσει την αυτοπεποίθησή του... |
00:45:19 |
... θυμήθηκε τον καιρό που σε |
00:45:24 |
... είχε διαγωνιστεί στο μπρα-ντε-φερ |
00:45:28 |
... που ήταν ο δυνατότερος άντρας |
00:45:32 |
Δεν ήταν γέρος τότε, |
00:45:37 |
Ο αγώνας με το Νέγρο είχε κρατήσει |
00:45:39 |
... με τους αγκώνες τους πάνω σε |
00:46:04 |
Παίζονταν πολλά στοιχήματα, |
00:46:09 |
... άλλαζαν και τους διαιτητές |
00:46:12 |
... ώστε ο κάθε διαιτητής να |
00:46:22 |
Πότιζαν το Νέγρο ρούμι. |
00:46:25 |
Μια φορά, μετά το ρούμι, |
00:46:52 |
Μα ο γέρος σήκωσε το χέρι του |
00:46:57 |
Ήταν σίγουρος πως το Νέγρο, |
00:47:01 |
... τον είχε ήδη κερδίσει. |
00:47:20 |
Καθώς ξημέρωνε, όσοι είχαν στοιχηματήσει |
00:47:24 |
... αφού είχαν να πάνει για δουλειά |
00:47:28 |
... τότε ο γέρος έβαλε όλη του τη δύναμη. |
00:47:32 |
Γνώριζε πως είχε "σπάσει" την |
00:47:36 |
... και έτσι τελείωσε τον αγώνα πριν ο |
00:47:49 |
Μετά από αυτό και για αρκετό καιρό, |
00:48:08 |
Πως νοιώθεις, ψάρι? |
00:48:10 |
Νοιώθω μια χαρά. |
00:48:12 |
Το αριστερό μου χέρι είναι καλύτερα. |
00:48:14 |
Τράβα τη βάρκα, ψάρι. |
00:48:24 |
Λίγο πριν νυχτώσει, καθώς διέσχιζαν |
00:48:28 |
... που σάλευαν και κινούνταν |
00:48:32 |
... με κάτι απροσδιόριστο |
00:48:34 |
... στην μικρή πετονιά του |
00:48:37 |
... και το ανέβασε στη βάρκα. |
00:48:48 |
Τι υπέροχο ψάρι που είναι το δελφίνι... |
00:48:51 |
...όταν τρώγεται μαγειρεμένο... |
00:48:54 |
...και πόσο άνοστο όταν τρώγεται ωμό. |
00:49:13 |
"Καλύτερα να αφήσω ήσυχο το ψάρι τώρα |
00:49:19 |
Η δύση του ηλίου είναι μια |
00:49:27 |
Ήταν πιο σκοτεινά τώρα, μιας και σκοτεινιάζει |
00:49:33 |
Τα πρώτα άστρα είχαν βγει στον ουρανό. |
00:49:35 |
Δεν γνώριζε ποιό ήταν το όνομα του πιο φωτεινού |
00:49:39 |
... όπως γνώριζε πως σύντομα θα έβλεπε και τα υπόλοιπα, |
00:49:46 |
"Και το ψάρι είναι φίλος μου," σκέφτηκε. |
00:49:49 |
Ποτέ δεν έχω δει ούτε έχω ακούσει κάτι |
00:49:55 |
Όμως πρέπει να το σκοτώσω. |
00:50:01 |
Χαίρομαι τουλάχιστον που δεν |
00:50:07 |
Φαντάσου πως θα ήταν αν, κάθε μέρα, |
00:50:15 |
Το φεγγάρι ξεφεύγει. |
00:50:17 |
Όμως σκέψου πως θα ήταν αν, κάθε μέρα, |
00:50:27 |
Γεννηθήκαμε τυχεροί. |
00:50:42 |
"Ήταν μισή μέρα και μια νύχτα, και τώρα |
00:50:50 |
Αν δεν κοιμηθείς, |
00:51:00 |
Ξεκουράσου τώρα, γέρο. |
00:51:04 |
’σε αυτό να κάνει τη δουλειά. |
00:51:09 |
Μέχρι να έρθει η ώρα... |
00:51:12 |
... για το επόμενο ταξίδι σου. " |
00:51:15 |
Ξάπλωσε μπροστά, στερεώνοντας |
00:51:19 |
... βάζοντας όλο το βάρος στο αριστερό του χέρι, |
00:51:23 |
Δεν ονειρεύτηκε τα λιοντάρια, |
00:51:27 |
... που απλώνονταν για 15 ή και 18 χιλιόμετρα, |
00:51:32 |
Και πηδούσαν από το νερό ψηλά στον αέρα... |
00:51:35 |
... και έπεφταν ξανά στο ίδιο σημείο |
00:51:39 |
Μετά ονειρεύτηκε πως ήταν στο χωριό, |
00:51:41 |
Και πως φυσούσε βοριάς, |
00:51:44 |
Και το μπράτσο του είχε μουδιάσει επειδή |
00:51:48 |
Μετά από αυτό, ονειρευόταν |
00:51:51 |
... και είδε τα πρώτα από τα λιοντάρια. |
00:51:54 |
Και περίμενε να δει αν θα εμφανίζονταν |
00:52:00 |
Μετά ονειρεύτηκε τις φάλαινες που περνούσαν |
00:52:04 |
Και το ζευγάρωμά τους, και το πόσο φιλικά φέρονταν |
00:52:27 |
Το φεγγάρι ήταν ψηλά εδώ και ώρα, |
00:52:31 |
Και το ψάρι τραβούσε σταθερά την, |
00:52:36 |
Ξύπνησε με ένα τίναγμα της γροθιάς του, |
00:53:02 |
Ήταν αυτό που περιμέναμε. |
00:53:05 |
Τώρα ας το πιάσουμε. |
00:53:08 |
Κάνε το να πληρώσει για την πετονιά. |
00:54:39 |
"Θα του δείξω τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος |
00:54:53 |
Οι χίλιες φορές που το είχε αποδείξει |
00:54:56 |
Τώρα έπρεπε να το αποδείξει πάλι. |
00:54:58 |
Κάθε φορά ήταν μια καινούρια φορά... |
00:55:00 |
... και δεν σκεφτόταν ποτέ το παρελθόν |
00:55:05 |
"’ν το αγόρι ήταν εδώ, θα έβρεχε |
00:55:09 |
"Ναι, αν ήταν το αγόρι εδώ, |
00:55:56 |
"Τώρα που πήδηξε έχει γεμίσει |
00:55:59 |
Τώρα δεν μπορεί να πάει κάτω στα βαθιά για να πεθάνει. |
00:56:02 |
Σύντομα θα αρχίσει να κάνει κύκλους, |
00:56:11 |
Λοιπόν, δεν τα πήγες και τόσο άσχημα... |
00:56:15 |
...για κάτι που δεν έχει αξία. |
00:56:21 |
Τώρα έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. |
00:56:26 |
Σύντομα θα αρχίσει να κάνει κύκλους. |
00:56:29 |
Ας αρχίσει λοιπόν η μάχη. |
00:56:40 |
Ο ήλιος ανέτειλε για τρίτη φορά |
00:56:45 |
Το ψάρι έκανε αργά κύκλους, |
00:56:50 |
... και κουρασμένος μέχρι τα κόκκαλα. |
00:57:01 |
Δεν μπορώ να αποτύχω τώρα... |
00:57:04 |
...και να πεθάνω ενώ έχω ένα ψάρι σαν αυτό. |
00:57:08 |
Τώρα που το φέρνω επάνω τόσο όμορφα, |
00:57:13 |
Θα πώ 100 "Πατερημών" |
00:57:20 |
Όχι όμως τώρα. |
00:57:25 |
Σε παρακαλώ, θεώρησε πως τα είπα. |
00:57:30 |
Θα τα πω αργότερα. |
00:57:35 |
Για μια ώρα, έβλεπε στίγματα |
00:57:38 |
Δυό φορές ένοιωσε να ζαλίζεται και να λιποθυμάει... |
00:57:41 |
... και αυτό τον είχε ανησυχήσει. |
00:57:44 |
Τότε έξαφνα, είδε μια σκουρόχρωμη σκιά... |
00:57:47 |
... που της πήρε τόση ώρα να περάσει από τη βάρκα |
00:57:54 |
Δεν γίνεται να είναι τόσο μεγάλο. |
00:58:02 |
Όμως ήταν τόσο μεγάλο. |
00:58:09 |
Αισθάνθηκε ξανά λιποθυμία. |
00:58:11 |
"Κατάφερα να το μετακινήσω," σκέφτηκε. |
00:58:13 |
"Ίσως αυτή τη φορά να μπορέσω να το καταφέρω. " |
00:58:16 |
Τραβήξτε, χέρια. |
00:58:18 |
Βαστάτε, πόδια. |
00:58:35 |
"Πρέπει να το φέρω πλάι στη βάρκα αυτή |
00:58:40 |
Την επόμενη φορά θα το τραβήξω. |
00:58:49 |
Το δοκίμασε ακόμη μια φορά. |
00:58:51 |
Και αισθάνθηκε να σβήνει |
00:58:54 |
"Θα το δοκιμάσω άλλη μια φορά," είπε ο γέρος, |
00:59:08 |
Ψάρι, έτσι κι' αλλιώς θα πεθάνεις. |
00:59:19 |
Παρά τον πόνο, μάζεψε ό,τι είχε απομείνει από |
00:59:25 |
... και τα έβαλε απέναντι στην αγωνία του ψαριού. |
00:59:34 |
"Πρέπει να το φέρω κοντά, κοντά," |
00:59:38 |
"Δεν πρέπει να σημαδεύω το κεφάλι, |
01:00:16 |
Τώρα σκότωσα το ψάρι |
01:00:20 |
Τώρα πρέπει να κάνω το χαμαλίκι. |
01:00:25 |
Στρώσου στη δουλειά, γέρο. |
01:00:36 |
Ο γέρος δεν χρειαζόταν πυξίδα |
01:00:40 |
Το μόνο που χρειαζόταν ήταν την αίσθηση |
01:00:43 |
Μπορούσε να δει το ψάρι. |
01:00:45 |
Και μόνο κοιτάζοντας τα χέρια του |
01:00:48 |
... μπορούσε να πιστέψει τι είχε πραγματικά |
01:00:52 |
"Τα χέρια θα θρέψουν γρήγορα," σκέφτηκε. |
01:00:55 |
"’φησα το αίμα να τρέξει. |
01:00:59 |
Tο σκοτεινό νερό του κόλπου |
01:01:04 |
Τότε το μυαλό του θόλωσε, |
01:01:08 |
"Εκείνο με φέρνει πίσω ή εγώ?" |
01:01:13 |
Έπλεαν μαζί, |
01:01:16 |
Και ο γέρος σκέφτηκε, |
01:01:22 |
Ήμουν καλύτερος επειδή φέρθηκα δόλια, |
01:01:27 |
Έπλεαν καλά. |
01:01:29 |
Ο γέρος βουτούσε τα χέρια του στο νερό |
01:01:33 |
Συνεχώς κοιτούσε το ψάρι |
01:01:37 |
Μια ώρα αργότερα |
01:01:45 |
Ήταν ένας πολύ μεγάλος καρχαρίας Μάκο... |
01:01:47 |
... φτιαγμένος να κολυμπάει τόσο γρήγορα |
01:01:56 |
Τώρα επιτάχυνε καθώς |
01:02:00 |
... και το γαλάζιο ραχιαίο του |
01:02:04 |
Όταν ο γέρος τον είδε να πλησιάζει, |
01:02:08 |
... και πως θα έκανε ακριβώς αυτό |
01:02:21 |
Ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό. |
01:02:23 |
Μπορεί κι' όλας να ήταν μόνο ένα όνειρο. |
01:02:33 |
Μάκο. |
01:03:21 |
Τώρα το ψάρι μου αιμορραγεί ξανά, |
01:03:28 |
Ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό. |
01:03:36 |
Ο γέρος δεν κοιτούσε |
01:03:39 |
... αφού πλέον είχε ακρωτηριαστεί. |
01:03:42 |
Όταν χτυπήθηκε το ψάρι, |
01:03:47 |
"Όμως σκότωσα τον καρχαρία που χτύπησε" |
01:03:50 |
"Ήταν ο μεγαλύτερος καρχαρίας |
01:03:53 |
Ήταν πολύ καλό για να κρατήσει. " |
01:03:56 |
Ήξερε πως σε κάθε ένα από τα χτυπήματά |
01:03:59 |
... είχε κατασπαράξει αρκετό κρέας... |
01:04:01 |
... και πως το ψάρι άφηνε πια πίσω του |
01:04:05 |
... τόσο πλατύ σαν λεωφόρος μέσα στη θάλασσα. |
01:04:12 |
Γνώριζε αρκετά καλά τι |
01:04:15 |
... όταν θα προσέγγιζε την εσωτερική |
01:04:17 |
... όμως τίποτε δεν μπορούσε να γίνει πλέον. |
01:04:20 |
"Κι' όμως, μπορεί," σκέφτηκε. |
01:04:23 |
"Μπορώ να δέσω το μαχαίρι σε ένα από τα κουπιά. " |
01:04:28 |
"Θα έπρεπε να έχω μια πέτρα να το ακονίσω," |
01:04:31 |
"Θα έπρεπε να έχεις φέρει πολλά πράγματα, |
01:04:35 |
... για όσα δεν έχεις. Σκέψου τι |
01:04:39 |
"Μου δίνεις καλές συμβουλές," σκέφτηκε. |
01:05:04 |
Δεν είμαι παρά ένας γέρος, |
01:05:56 |
Ελάτε λοιπόν, καρχαρίες! |
01:06:00 |
Ελάτε. Ελάτε, καρχαρίες! |
01:06:10 |
Ελάτε. Ελάτε λοιπόν. |
01:08:49 |
Ξανοίχτηκα πολύ, ψάρι. |
01:08:52 |
Δεν ήταν καλό, ούτε για 'μένα |
01:08:55 |
Με συγχωρείς, ψάρι. |
01:09:25 |
Έχω ακόμη σχεδόν το μισό ψάρι άθικτο. |
01:09:28 |
Ίσως να σταθώ τυχερός |
01:09:32 |
Θα πρέπει να έχω έστω λίγη τύχη. |
01:09:35 |
Όχι. |
01:09:37 |
Όχι, προκάλεσες την τύχη σου |
01:09:45 |
Μην είσαι ανόητος. |
01:09:48 |
Μείνε ξύπνιος και κράτα πορεία. |
01:09:52 |
Ίσως να σταθείς λίγο τυχερός. |
01:10:00 |
Θα ήθελα να αγοράσω λίγη τύχη... |
01:10:02 |
...άν υπάρχει κάποιο μέρος που πουλάνε. |
01:10:07 |
Με τι θα την αγόραζες? |
01:10:09 |
Με ένα χαμένο καμάκι? Ένα σπασμένο μαχαίρι? |
01:10:12 |
Δυο κατεστραμμένα χέρια? |
01:10:14 |
Θα μπορούσες. |
01:10:18 |
Προσπάθησες να την αγοράσεις με 84 ημέρες... |
01:10:21 |
...στη θάλασσα. |
01:10:23 |
Σχεδόν σου την πούλησαν. |
01:10:29 |
Δεν πρέπει να σκέφτομαι τέτοιες ανοησίες. |
01:10:34 |
Η τύχη εμφανίζεται με διάφορες μορφές. |
01:10:39 |
Ποιός μπορεί να την αναγνωρίσει? |
01:10:46 |
Θα ευχόμουν μόνο να δω τα φώτα της Αβάνας. |
01:10:51 |
Θα μπορούσα να ευχηθώ |
01:10:57 |
Μα αυτό είναι που θα ευχόμουν |
01:11:09 |
Είδε την αντανάκλαση των φώτων της πόλης |
01:11:13 |
Ήταν μουδιασμένος και πληγιασμένος... |
01:11:15 |
... και τόσο οι πληγές όσο και ολόκληρο το |
01:11:21 |
δεν μπορούσε πλέον να μιλάει στο ψάρι, |
01:11:26 |
Τότε σκέφτηκε κάτι. |
01:11:31 |
Μισό ψάρι. |
01:11:33 |
Εσύ που ήσουν ψάρι. |
01:11:38 |
Ζητώ συγγνώμη που ξανοίχτηκα τόσο. |
01:11:42 |
Μας κατέστρεψα και τους δύο. |
01:11:47 |
Όμως σκοτώσαμε πολλούς καρχαρίες |
01:11:51 |
...και τραυματίσαμε πολύ περισσότερους. |
01:11:56 |
Πόσους να έχεις σκοτώσει ως τώρα, γέρικο ψάρι? |
01:12:01 |
Δεν έχεις αυτό το ρύγχος τυχαία. |
01:12:09 |
"Τι θα κάνεις τώρα αν έρθουν |
01:12:14 |
Τι θα κάνω αν έρθουν νύχτα? |
01:12:20 |
Θα τους πολεμήσω. |
01:12:22 |
Θα τους πολεμήσω μέχρι να πεθάνω. |
01:12:25 |
"Ώ, μα ελπίζω να μην χρειαστεί |
01:12:29 |
"Μακάρι να μην χρειαστεί |
01:12:45 |
Κι' όμως παλέψαμε ξανά, και την φορά αυτή |
01:12:55 |
Ελάτε. |
01:12:57 |
Ελάτε! |
01:13:02 |
Ελάτε. |
01:13:22 |
Ελάτε, καρχαρίες! |
01:13:25 |
Ελάτε, καρχαρίες! Ελάτε λοιπόν. |
01:13:32 |
Ελάτε, καρχαρίες! Ελάτε λοιπόν! |
01:13:56 |
Ήξερε πως είχε νικηθεί πιά, |
01:14:04 |
Με συγχωρείς, ψάρι. |
01:14:50 |
Ένοιωθε πως είχε μπει |
01:14:53 |
... και μπορούσε να διακρίνει τα φώτα των |
01:14:57 |
Γνώριζε που βρισκόταν τώρα |
01:15:00 |
"Ο άνεμος είναι φίλος μας άλλωστε," |
01:15:03 |
Και ύστερα πρόσθεσε, "Κάποιες φορές. " |
01:15:05 |
"Και η πελώρια θάλασσα με τους φίλους |
01:15:10 |
Το κρεβάτι είναι φίλος μου, μονάχα αυτό. |
01:15:14 |
Το κρεβάτι θα είναι υπέροχο πράγμα. " |
01:15:18 |
Είναι εύκολο σαν έχεις νικηθεί. |
01:15:23 |
Τι σε νίκησε? |
01:15:26 |
Τίποτα. Απλά ξανοίχτηκα πολύ. |
01:15:36 |
Ο άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος να νικιέται. |
01:15:41 |
Ο άνθρωπος μπορεί να καταστραφεί, |
01:15:56 |
Ήταν ήσυχα στο λιμάνι. |
01:15:58 |
Και έπλευσε μέχρι και το μικρό σανίδι |
01:16:01 |
Δεν υπήρχε κανείς να τον βοηθήσει. |
01:16:04 |
Έβγαλε το κατάρτι, |
01:16:08 |
... φορτώθηκε το κατάρτι, |
01:16:10 |
Τότε μόνο κατάλαβε |
01:17:37 |
Χρειάστηκε να καθίσει πέντε φορές |
01:17:49 |
Το πρωί, φυσούσε δυνατά... |
01:17:51 |
... τόσο που οι βάρκες |
01:17:53 |
Και το αγόρι είχε κοιμηθεί αργά και |
01:17:57 |
... όπως ερχόταν κάθε πρωί |
01:18:05 |
Ο γέρος κοιμόταν, και το |
01:18:16 |
Και μετά είδε τα χέρια του γέρου, |
01:18:48 |
Βγήκε έξω να φέρει λίγο καφέ, |
01:19:04 |
Πολοί ψαράδες ήταν μαζεμένοι γύρω από την βάρκα, |
01:19:08 |
Και ένας από αυτούς ήταν μέσα στο νερό, |
01:19:12 |
... ετοιμαζόταν να αφαιρέσει το κεφάλι και το ρύγχος. |
01:19:15 |
Το αγόρι δεν κατέβηκε. |
01:19:17 |
Είχε πάει άλλες φορές εκεί. |
01:19:24 |
Μαρτίν. |
01:19:25 |
Βάλε μου λίγο καφέ με πολύ γάλα και ζάχαρη. |
01:19:28 |
Τι ψάρι ήταν αυτό!. |
01:19:30 |
Δεν πρέπει να υπήρξε μεγαλύτερο. |
01:19:33 |
Ήταν πολύ καλά αυτά τα δύο |
01:19:36 |
’σε τα δικά μου τα ψάρια τώρα. |
01:19:39 |
Θέλει μήπως κάποιο ποτό? |
01:19:41 |
Όχι. ’ν θελήσει, θα ξανάρθω. |
01:19:44 |
Πες του πόσο λυπάμαι. |
01:19:46 |
Ευχαριστώ. |
01:19:49 |
Θα φέρω τον καφέ. |
01:21:10 |
Με νίκησαν, Μανολίν. |
01:21:14 |
Δεν σε νίκησε αυτό, όχι το ψάρι. |
01:21:18 |
Υπέφερες? |
01:21:23 |
Τώρα θα ψαρεύουμε ξανά μαζί. |
01:21:26 |
Όχι, όχι. |
01:21:28 |
Δεν είμαι πιά τυχερός. |
01:21:30 |
Στο διάβολο και η τύχη. |
01:21:36 |
- Και τι θα πεί ο πατέρας σου? |
01:21:43 |
Θα πρέπει... |
01:21:45 |
Θα πρέπει να πάρουμε ένα καλό καμάκι |
01:21:50 |
πρέπει να είναι πολύ μυτερό... |
01:21:52 |
...και όχι βαμμένο γιατί θα σπάσει, |
01:21:57 |
Θα πάρω άλλο μαχαίρι. |
01:21:59 |
Πόσες μέρες λένε πως θα φυσάει έτσι? |
01:22:03 |
Ώ, ίσως τρείς. Ίσως παραπάνω. |
01:22:07 |
Θα τα έχω τακτοποιήσει όλα. |
01:22:09 |
Κοίταξε να γίνουν καλά τα χέρια σου, γέρο. |
01:22:15 |
Θα είναι εντάξει σε δυο τρεις 'μέρες. |
01:22:18 |
Ξέρω πως πρέπει να τα φροντίζω. |
01:22:21 |
Χθες τη νύχτα, έφτυσα κάτι περίεργο. |
01:22:24 |
Ένοιωθα λες και κάτι στο στήθος |
01:22:28 |
Κοίτα να το φροντίσεις κι' αυτό. |
01:22:31 |
Πιές τον καφέ σου. |
01:22:34 |
Και... Και φέρε μου τις εφημερίδες |
01:22:39 |
Θα τις φέρω. |
01:23:19 |
Το απόγευμα εκείνο ήταν σε ένα καφέ |
01:23:24 |
Μια γυναίκα από την ομάδα κοίταξε κάτω, |
01:23:27 |
... και τα νεκρά μπαρακούντα, είδε το |
01:23:31 |
... που ήταν τώρα απλά άλλο ένα σκουπίδι |
01:23:37 |
"Τι είναι αυτό?" ρώτησε το σερβιτόρο. |
01:23:40 |
"Τιμπουρόν," απάντησε ο σερβιτόρος. "Ένας καρχαρίας. " |
01:23:42 |
Προσπαθούσε να εξηγήσει |
01:23:46 |
"Δεν ήξερα πως οι καρχαρίες έχουν τόσο όμορφες και |
01:23:51 |
"Ούτε εγώ", |
01:24:00 |
Λίγο πιό πάνω, ο γέρος κοιμόταν |
01:24:04 |
Κοιμόταν μπρούμυτα, και |
01:24:09 |
Ο γέρος ονειρευόταν τα λιοντάρια. |
01:24:23 |
μετάφραση/επιμέλεια |